φανω
Смотреть что такое "φανω" в других словарях:
φανώ — άω, Α (κατά τον Ησύχ.) θέλω … Dictionary of Greek
Φανῶ — Φανός shining masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανῶ — φαίνω A ren. aor subj pass 1st sg (attic epic doric) φαίνω A ren. fut ind act 1st sg (attic epic doric) φανάω pres imperat mp 2nd sg φανάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) φανάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) φανάω pres subj act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φανῷ — Φανός shining masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανῷ — φανάω pres opt act 3rd sg φᾱνῷ , φανός 1 shining masc/neut dat sg φᾱνῷ , φανός 2 shining masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φανώ — Φανός shining masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανώ — φᾱνώ , φανός 1 shining masc/neut nom/voc/acc dual φᾱνώ , φανός 2 shining masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φᾴνω — φαίνω A ren. pres subj act 1st sg φαίνω A ren. pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φάνῳ — Φά̱νῳ , Φᾶνος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξυφανῶ — συνεξῡ̱φανῶ , σύν , ἐκ ὑφανάω imperf ind mp 2nd sg συνεξῡφανῶ , σύν , ἐκ ὑφανάω pres imperat mp 2nd sg συνεξῡφανῶ , σύν , ἐκ ὑφανάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) συνεξῡφανῶ , σύν , ἐκ ὑφανάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφανῶ — ὑφαίνω weave fut ind act 1st sg (attic epic doric) ὑ̱φανῶ , ὑφανάω imperf ind mp 2nd sg ὑ̱φανῶ , ὑφανάω pres imperat mp 2nd sg ὑ̱φανῶ , ὑφανάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ὑ̱φανῶ , ὑφανάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ὑ̱φανῶ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)